στοχασμοί

στοχασμοί
στοχασμός
guessing
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λαμαρτίν, Αλφόνς Μαρί Λουί Πρα ντε- — (Alphonse Marie Louis Prat de Lamartine, Μακόν 1790 – Παρίσι 1869). Γάλλος συγγραφέας. Πέρασε ήσυχα παιδικά χρόνια, που επηρέασαν ανεξίτηλα την ιδιοσυγκρασία του. Σπούδασε σε σχολείο ιησουιτών (1803 7) και το 1811 ταξίδεψε για πρώτη φορά στην… …   Dictionary of Greek

  • Ουράνη, Ελένη — (Αθήνα 1896 – 1971). Είναι γνωστή στα γράμματα με το ψευδώνυμο Άλκης θρύλος. Ελληνίδα κριτικός της λογοτεχνίας και του θεάτρου. Κόρη του πλουσιότατου Αθηναίου πολιτικού και οικονομολόγου Μιλτιάδη Νεγρεπόντη και σύζυγος του ποιητή Κώστα Ουράνη,… …   Dictionary of Greek

  • Рейбо, Максим — Луис Максим Рейбо (фр. Louis Maxime Raybaud, 5 ноября 1760 St Paul  27 августа 1842 La Colle sur Loup, Приморские Альпы (департамент)) французский офицер и писатель, филэллин и участник Освободительной войны Греции.[1][2] Биография Не… …   Википедия

  • μεγαλοφροσύνη — η (ΑM μεγαλοφροσύνη) [μεγαλόφρων] 1. η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μεγαλόφρονα, το να έχει κανείς υψηλό και γενναίο φρόνημα, η μεγαλοψυχία, η γενναιοφροσύνη («τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην», Πλάτ.) 2. (με κακή σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • πλάνος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ζακύνθου του ομώνυμου νομού. * * * (I) α, ο / πλάνος, α, ον, ΝΜΑ 1. (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.) 2. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • Βάρναλης, Κώστας — (Πύργος, Βουλγαρία 1882 ή 1884 – Αθήνα 1974). Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Νέος ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1909 άρχισε να υπηρετεί στο Δημόσιο ως δάσκαλος, το… …   Dictionary of Greek

  • Βελουδής, Γιώργος — (Αθήνα 1935 –). Φιλόλογος, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια του Μονάχου (βυζαντινή και νεοελληνική φιλολογία, ιστορία νοτιοανατολικής Ευρώπης,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γουάιτχεντ, Άλφρεντ Νορθ — (Alfred North Whitehead, Κεντ 1861 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1947). Άγγλος φιλόσοφος. Σπούδασε στο Σέρμπορν (Ντόρσετσαϊρ) και στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας και ειδικεύτηκε στη μαθηματική επιστήμη. Το 1898 εξελέγη μέλος της Royal Society. Έως το 1924… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγορίνης, Γεράσιμος — (Ληξούρι 1766 – 1824).Λόγιος και γιατρός. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στην Κεφαλονιά και έπειτα φοίτησε σε σχολεία της Σμύρνης και της Πάτμου. Αργότερα δίδαξε στο Βουκουρέστι, ενώ παράλληλα ήταν δάσκαλος στην οικογένεια του ηγεμονεύοντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”